Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
assertive
01
αποφασιστικός, με αυτοπεποίθηση
confident in expressing one's opinions, ideas, or needs in a clear, direct, and respectful manner
Παραδείγματα
She made an assertive argument during the meeting, clearly outlining her proposal.
Έκανε ένα αποφασιστικό επιχείρημα κατά τη διάρκεια της συνάντησης, περιγράφοντας ξεκάθαρα την πρότασή της.
Assertive communication is key in negotiations to ensure your needs are met without being aggressive.
Η αποφασιστική επικοινωνία είναι κλειδί στις διαπραγματεύσεις για να διασφαλιστεί ότι οι ανάγκες σας ικανοποιούνται χωρίς να είστε επιθετικοί.
Λεξικό Δέντρο
assertively
assertiveness
nonassertive
assertive
assert



























