Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
assertively
01
με αυτοπεποίθηση, καταφατικά
in a way that shows confidence and forcefulness when expressing opinions or needs
Παραδείγματα
She spoke assertively during the meeting to make her point clear.
Μίλησε αποφασιστικά κατά τη διάρκεια της συνάντησης για να ξεκαθαρίσει το σημείο της.
He assertively defended his ideas against criticism.
Υπερασπίστηκε τις ιδέες του με σιγουριά ενάντια στην κριτική.
Λεξικό Δέντρο
unassertively
assertively
assertive
assert



























