Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mantelet
01
μαντελέτο
a short cloak or cape that covers the shoulders and upper arms, typically worn by women
02
φορητό αλεξίσφαιρο καταφύγιο
portable bulletproof shelter
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μαντελέτο
φορητό αλεξίσφαιρο καταφύγιο