Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maneuverable
01
ευκίνητος, εύκολα ελισσόμενος
capable of being easily moved or directed
Παραδείγματα
The small boat was highly maneuverable in the narrow canals.
Το μικρό σκάφος ήταν πολύ ευκίνητο στους στενούς καναλιούς.
The car is very maneuverable, even in tight spaces.
Το αυτοκίνητο είναι πολύ ευκίνητο, ακόμα και σε στενούς χώρους.
Λεξικό Δέντρο
maneuverability
maneuverable
maneuver



























