Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Man-eater
01
ανθρωποφάγος, κανίβαλος
a person who eats human flesh
02
ανδροφάγος, κυνηγός ανδρών
a woman who seduces men and leaves them once she loses interest
Παραδείγματα
That man-eater dated three guys in one month.
Αυτή η ανδροφάγος βγήκε ραντεβού με τρία αγόρια σε ένα μήνα.
Everyone warned him about the man-eater at the party.
Όλοι τον προειδοποίησαν για την ανδροφάγα στο πάρτι.



























