Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to lug
01
σέρνω, μεταφέρω με κόπο
to transport or haul something heavy or cumbersome with effort
Transitive: to lug sth somewhere
Παραδείγματα
He had to lug the large suitcase up three flights of stairs to reach his hotel room.
Έπρεπε να συρθεί η μεγάλη βαλίτσα σε τρεις πτήσεις σκαλιών για να φτάσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
The construction workers had to lug heavy equipment to the top floor of the building under renovation.
Οι εργάτες κατασκευής έπρεπε να μεταφέρουν βαρύ εξοπλισμό στον επάνω όροφο του κτιρίου που ανακαινιζόταν.
Lug
01
αυτί, προεξοχή
a projecting piece that is used to lift or support or turn something
02
πανί με τέσσερις γωνίες που ανυψώνεται από ένα εγκάρσιο δοκάρι που είναι πλάγιο προς τον ιστό, lug πανί
a sail with four corners that is hoisted from a yard that is oblique to the mast
Λεξικό Δέντρο
lugger
luging
lug



























