Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
low-key
01
διακριτικός, σεμνός
restrained in style or quality
low-key
01
διακριτικά, μεταμελώς
quietly, subtly, or modestly
Παραδείγματα
I 'm low-key excited about the trip, but I do n't want to hype it up.
Είμαι διακριτικά ενθουσιασμένος για το ταξίδι, αλλά δεν θέλω να το υπερβάλλω.
She 's low-key talented, but does n't show off.
Είναι διακριτικά ταλαντούχα, αλλά δεν επιδεικνύεται.



























