LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Low-pitched
/lˈəʊpˈɪtʃt/
/lˈoʊpˈɪtʃt/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "low-pitched"
low-pitched
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
χαμηλού τόνου
having a soft and quiet sound
low
high
02
χαμηλού τόνου
set at a low angle or slant
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App