Low-pitched
volume
British pronunciation/lˈəʊpˈɪtʃt/
American pronunciation/lˈoʊpˈɪtʃt/

Ορισμός και Σημασία του "low-pitched"

low-pitched
01

having a soft and quiet sound

02

set at a low angle or slant

low-pitched

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store