Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to loathe
01
απεχθάνομαι, μισώ
to dislike something or someone very much, often with a sense of disgust
Παραδείγματα
He loathes broccoli and refuses to eat it.
Αυτός μισεί το μπρόκολο και αρνείται να το φάει.
I absolutely loathe getting stuck in traffic.
Μισώ απολύτως να κολλώ στην κίνηση.



























