Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Liquor store
01
κατάστημα αλκοολούχων ποτών, οινοπωλείο
a shop that sells alcoholic drinks but does not serve them like a bar
Παραδείγματα
They stopped by the liquor store to pick up a bottle of wine for dinner.
Σταμάτησαν στο κατάστημα ποτών για να πάρουν ένα μπουκάλι κρασί για το δείπνο.
The liquor store offers a wide selection of craft beers from local breweries.
Το κατάστημα ποτών προσφέρει μια ευρεία ποικιλία χειροποίητων μπύρων από τοπικές ζυθοποιίες.



























