limpid
lim
ˈlɪm
λιμ
pid
pɪd
πιντ
British pronunciation
/lˈɪmpɪd/

Ορισμός και σημασία του "limpid"στα αγγλικά

01

διαυγής, σαφής

(of language or music) clear and easy to understand
example
Παραδείγματα
The speaker ’s limpid prose made complex ideas accessible to everyone in the audience.
Η διαυγής πεζογραφία του ομιλητή έκανε πολύπλοκες ιδέες προσιτές σε όλους στο ακροατήριο.
The writer ’s limpid style allowed readers to follow the story without any confusion or ambiguity.
Το διαυγές στυλ του συγγραφέα επέτρεψε στους αναγνώστες να ακολουθήσουν την ιστορία χωρίς καμία σύγχυση ή ασάφεια.
02

διαυγής, διαφανής

transparent in appearance
example
Παραδείγματα
The lake was so limpid you could see the pebbles on the bottom.
Η λίμνη ήταν τόσο διαυγής που μπορούσες να δεις τα βότσαλα στον πάτο.
A limpid stream flowed gently through the forest.
Ένα διαυγές ρυάκι έρεε απαλά μέσα από το δάσος.
03

διαυγής, καθαρός

(of the eyes) strikingly clear and free of cloudiness
example
Παραδείγματα
Her gaze was limpid, revealing nothing but quiet sincerity.
Το βλέμμα της ήταν διαυγές, αποκαλύπτοντας τίποτα άλλο παρά μια ήρεμη ειλικρίνεια.
He looked at her with a limpid expression that betrayed no fear.
Την κοίταξε με μια διαυγή έκφραση που δεν πρόδιδε κανένα φόβο.

Λεξικό Δέντρο

limpidly
limpid
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store