Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Laughter
Παραδείγματα
The room filled with laughter when the comedian told a joke.
Το δωμάτιο γέμισε με γέλιο όταν ο κωμικός είπε ένα αστείο.
Her contagious laughter lifted everyone's spirits during the meeting.
Το μεταδοτικό γέλιο της ανέβασε το ηθικό όλων κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
02
γέλιο, χαρά
the activity of laughing; the manifestation of joy or mirth or scorn



























