Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lapel
01
περιστροφή, πτερύγιο
a folded flap of fabric on the front of a jacket or coat that extends from the collar to the chest
Παραδείγματα
He wore a flower on his lapel for the wedding.
Φορούσε ένα λουλούδι στο πτερύγιο του για το γάμο.
The suit had a sharp, well-tailored lapel.
Το κοστούμι είχε μια κοφτερή, καλά ραμμένη πτυχή.



























