Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Laparoscopy
01
λαπαροσκοπία
a minimally invasive surgical procedure that uses a small camera to view and treat conditions inside the abdomen or pelvis
Παραδείγματα
The doctor suggested laparoscopy to diagnose Sarah's pelvic pain.
Ο γιατρός πρότεινε λαπαροσκοπική για τη διάγνωση του πυελικού πόνου της Σάρα.
Julie 's infertility was addressed through laparoscopy to treat underlying issues.
Η υπογονιμότητα της Τζούλι αντιμετωπίστηκε μέσω λαπαροσκοπήσεως για τη θεραπεία των υποκείμενων ζητημάτων.



























