Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
languidly
01
νωθρά, χαλαρά
slowly and without much energy, sometimes in an attractive way
Παραδείγματα
She moved languidly across the dance floor, swaying to the music.
Κινούνταν νωθρά στο πάτωμα του χορού, λικνιζόμενη στη μουσική.
The cat stretched languidly in the sunshine, enjoying the warmth.
Η γάτα τεντώθηκε νωθρά στον ήλιο, απολαμβάνοντας τη ζέστη.
Λεξικό Δέντρο
languidly
languid



























