Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kin
01
συγγενείς, οικογένεια
a person's family and relatives
Παραδείγματα
She was surrounded by her kin at the family reunion.
Ήταν περιστοιχισμένη από τους συγγενείς της στην οικογενειακή συνάντηση.
His kin live in the countryside, far from the city.
Οι συγγενείς του ζουν στην ύπαιθρο, μακριά από την πόλη.
02
συγγενής, οικείος
a person having kinship with another or others
kin
01
συγγενής, αιματική σχέση
related by blood
Λεξικό Δέντρο
kinship
kin



























