Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kimono
01
κιμονό, ένα μακρύ και φαρδύ ρούχο με φαρδιές μανίκια που στερεώνεται με μια ζώνη
a long and loose robe with wide sleeves that is fastened with a sash, originally worn on formal occasions in Japan
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κιμονό, ένα μακρύ και φαρδύ ρούχο με φαρδιές μανίκια που στερεώνεται με μια ζώνη