Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kicker
01
κικερ, παίκτης που ειδικεύεται στο κλώτσημα της μπάλας
a player who specializes in kicking the ball, usually for field goals, extra points, and kickoffs
Παραδείγματα
The kicker nailed a 50-yard field goal to win the game.
Ο εκτελεστής πέτυχε γκολ από 50 γιάρδες για να κερδίσει το παιχνίδι.
He 's the team 's reliable kicker, known for his accuracy under pressure.
Είναι ο αξιόπιστος κικέρ της ομάδας, γνωστός για την ακρίβειά του υπό πίεση.



























