Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kickboard
01
σανίδα κολύμβησης, πλωτήρας
a buoyant rectangular float used in swimming, primarily for support or as a training aid
Παραδείγματα
He held onto the kickboard while floating on his back in the pool.
Κρατήθηκε από την σανίδα κολύμβησης ενώ επιπλεύσει στην πισίνα.
She practiced her kicking technique with a kickboard during swim practice.
Εξασκήθηκε στην τεχνική της κλοτσιού με ένα kickboard κατά τη διάρκεια της προπόνησης κολύμβησης.



























