Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Armoire
01
ντουλάπα
a tall, freestanding cabinet with doors that is often used for storing clothing or linens
Παραδείγματα
She stored all her winter coats in the armoire to keep them out of sight during the summer.
Αποθήκευσε όλα τα χειμωνιάτικα παλτά της στην ντόλα για να τα κρατήσει μακριά από τα μάτια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
The antique armoire in the hallway added a touch of elegance to the room.
Η αντίκα ντουλάπα στο διάδρομο πρόσθεσε μια πινελιά κομψότητας στο δωμάτιο.



























