Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Armhole
01
τρύπα μανικιού, άνοιγμα μανικιού
a cut or opening in a piece of clothing, such as a shirt or jacket, designed to accommodate the wearer's arm
Λεξικό Δέντρο
armhole
arm
hole
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τρύπα μανικιού, άνοιγμα μανικιού
Λεξικό Δέντρο
arm
hole