Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
armored
01
θωρακισμένος, προστατευμένος
protected by strong, usually metal, coverings to defend against attack
Παραδείγματα
The armored knight rode confidently into battle, shielded by layers of steel armor.
Ο θωρακισμένος ιππότης κατέβηκε με αυτοπεποίθηση στη μάχη, προστατευμένος από στρώματα ατσάλινης πανοπλίας.
The armored vehicle provided protection to the soldiers during combat.
Το θωρακισμένο όχημα παρείχε προστασία στους στρατιώτες κατά τη διάρκεια της μάχης.
02
θωρακισμένος, προστατευμένος
used of animals; provided with protective covering
03
θωρακισμένος
equipped with the complete arms and armor of a warrior
Λεξικό Δέντρο
unarmored
armored
armor



























