Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Karma
02
κάρμα, μοίρα
a belief that one will get the reward or face the consequences of one's good or bad actions
Παραδείγματα
She believes in karma, so she always tries to treat others with kindness and respect.
Πιστεύει στην κάρμα, γι' αυτό προσπαθεί πάντα να αντιμετωπίζει τους άλλους με καλοσύνη και σεβασμό.
The concept of karma teaches that one's actions shape their destiny.
Η έννοια του κάρμα διδάσκει ότι οι πράξεις ενός ατόπου διαμορφώνουν τη μοίρα του.



























