Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Karateka
01
καρατέκα, ασκούμενος καράτε
a person who practices karate
Παραδείγματα
The karateka demonstrated a powerful kick.
Ο καρατέκα επέδειξε ένα ισχυρό λάκτισμα.
The karateka's discipline impressed everyone.
Η πειθαρχία του καρατέκα εντυπωσίασε όλους.



























