Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jot
01
λίγο, μια δόση
a slight but appreciable amount
02
σημείωση, σύντομη σημείωση
a brief (and hurriedly handwritten) note
to jot
01
σημειώνω εν συντομία, καταγράφω βιαστικά
write briefly or hurriedly; write a short note of



























