Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aright
01
σωστά, με τον σωστό τρόπο
in a correct or proper manner
Παραδείγματα
He answered the question aright, showing his knowledge.
Απάντησε σωστά στην ερώτηση, δείχνοντας τη γνώση του.
She did the task aright, following every instruction carefully.
Έκανε την εργασία σωστά, ακολουθώντας κάθε οδηγία προσεκτικά.



























