Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
argus-eyed
01
άγρυπνος, προσεκτικός
carefully observant or attentive; on the lookout for possible danger
02
με οξυδερκή όραση, με πολύ οξυδερκή όραση
having very keen vision
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άγρυπνος, προσεκτικός
με οξυδερκή όραση, με πολύ οξυδερκή όραση