LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Isolating
/ˈaɪsəlˌeɪtɪŋ/
/ˈaɪsəˌɫeɪtɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "isolating"
isolating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
απομονώνοντας
a language structure that relies on individual words to convey meaning without extensive use of grammatical affixes or word modifications
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App