Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Irritant
01
ερεθιστικός, πηγή ενόχλησης
an agent or factor that provokes irritation and annoyance
Παραδείγματα
The constant noise from the construction site was a major irritant.
Ο συνεχής θόρυβος από το εργοτάξιο ήταν ένα σημαντικό ερεθιστικό.
His habit of interrupting others became an irritant to the entire team.
Η συνήθειά του να διακόπτει τους άλλους έγινε ένας ερεθισμός για ολόκληρη την ομάδα.



























