Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ironworker
01
σιδηρουργός, μεταλλουργός
a tradesperson who installs and constructs iron or steel structures
Λεξικό Δέντρο
ironworker
iron
worker
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σιδηρουργός, μεταλλουργός
Λεξικό Δέντρο
iron
worker