Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ironed
01
σιδερωμένος, λείανση
describing the state of a garment that has been pressed and smoothed with an iron
Λεξικό Δέντρο
unironed
ironed
iron
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σιδερωμένος, λείανση
Λεξικό Δέντρο