Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
invisibly
01
αόρατα, με αόρατο τρόπο
in a way that cannot be seen or perceived
Παραδείγματα
The spacecraft passed invisibly through the planet's atmosphere.
Το διαστημόπλοιο πέρασε αόρατα μέσα από την ατμόσφαιρα του πλανήτη.
Dust particles floated invisibly in the beam of light.
Σωματίδια σκόνης επιπλέουν αόρατα στη δέσμη φωτός.
Λεξικό Δέντρο
invisibly
visibly
visible
vision



























