Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
invincible
01
ανίκητος, αήττητος
incapable of being defeated
Παραδείγματα
He felt invincible after winning the championship for the third consecutive year.
Ένιωθε ανίκητος αφού κέρδισε το πρωτάθλημα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Despite facing numerous challenges, she remained confident and seemingly invincible.
Παρά τις πολλές προκλήσεις, παρέμεινε σίγουρη για τον εαυτό της και φαινομενικά αήττητη.
Λεξικό Δέντρο
invincibility
invincibly
invincible
vincible



























