LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inutility
/ɪnjuːtˈɪlɪti/
/ɪnjuːtˈɪlɪɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "inutility"
Inutility
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the quality of having no practical use
utility
word family
util
util
Noun
utility
Noun
inutility
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
inutile
inured
inure
inundation
inundated
invade
invader
invading
invaginate
invagination
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App