LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Intriguer
/ɪntɹˈiːɡɐ/
/ɪntɹˈiːɡɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "intriguer"
Intriguer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who devises plots or intrigues
word family
intrigue
intrigue
Verb
intriguer
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
intrigued
intrigue
intricately
intricate
intricacy
intriguing
intriguingly
intrinsic
intrinsic factor
intrinsic fraud
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App