Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
archival
01
αρχειακός, σχετικός με τη συλλογή και αποθήκευση ιστορικών εγγράφων και καταγραφών
related to the collection and storage of historical documents and records
Παραδείγματα
She specializes in archival research, uncovering hidden historical facts.
Ειδικεύεται στην αρχειακή έρευνα, αποκαλύπτοντας κρυμμένα ιστορικά γεγονότα.
The archival records revealed new insights into the ancient civilization.
Τα αρχειακά αρχεία αποκάλυψαν νέες πληροφορίες για τον αρχαίο πολιτισμό.
Λεξικό Δέντρο
archival
archive



























