archival
ar
ɑr
αρ
chi
ˈkaɪ
και
val
vəl
βαλ
British pronunciation
/ˈɑːka‍ɪvə‍l/

Ορισμός και σημασία του "archival"στα αγγλικά

01

αρχειακός, σχετικός με τη συλλογή και αποθήκευση ιστορικών εγγράφων και καταγραφών

related to the collection and storage of historical documents and records
example
Παραδείγματα
She specializes in archival research, uncovering hidden historical facts.
Ειδικεύεται στην αρχειακή έρευνα, αποκαλύπτοντας κρυμμένα ιστορικά γεγονότα.
The archival records revealed new insights into the ancient civilization.
Τα αρχειακά αρχεία αποκάλυψαν νέες πληροφορίες για τον αρχαίο πολιτισμό.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store