Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
interpersonal
01
διαπροσωπικός, σχεσιακός
relating to interactions or relationships between people
Παραδείγματα
Effective communication is essential for positive interpersonal relationships.
Η αποτελεσματική επικοινωνία είναι απαραίτητη για θετικές διαπροσωπικές σχέσεις.
She has strong interpersonal skills, which make her a great team player.
Έχει ισχυρές διαπροσωπικές δεξιότητες, κάτι που την κάνει μια εξαιρετική ομαδική παίκτρια.
Λεξικό Δέντρο
interpersonally
interpersonal



























