Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Insufficiency
01
ανεπάρκεια
lack of an adequate quantity or number
02
ανεπάρκεια, αποτυχία
a bodily system or organ's failure to function in an effective or typical manner
Παραδείγματα
Cardiac insufficiency hampers effective blood pumping by the heart.
Η ανεπάρκεια της καρδιάς εμποδίζει την αποτελεσματική άντληση του αίματος από την καρδιά.
Liver insufficiency hinders detoxification and production of vital proteins.
Η ηπατική ανεπάρκεια εμποδίζει την αποτοξίνωση και την παραγωγή ζωτικών πρωτεϊνών.
03
ανεπάρκεια, έλλειψη ικανότητας
a lack of competence
Λεξικό Δέντρο
insufficiency
sufficiency
suffici



























