Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insubstantial
01
ασώματος, αδύναμος
lacking solidity or strength
02
ασώματος, μη πραγματικός
lacking material form or substance; unreal
03
χαμηλής θρεπτικής αξίας, χωρίς θρεπτική αξία
lacking in nutritive value
Λεξικό Δέντρο
insubstantial
substantial
substant



























