LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inspan
/ɪnspˈan/
/ɪnspˈæn/
inspanned
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "inspan"
to inspan
ΡΉΜΑ
01
attach a yoke or harness to
outspan
word family
span
span
Verb
inspan
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
insouciant
insouciance
insomuch
insomniac
insomnia
inspect
inspection
inspection and repair
inspector
inspector general
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App