Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inflexibly
01
άκαμπτα, αμετακίνητα
in a way that is unwilling to change or adapt
Παραδείγματα
She insisted inflexibly on following the original plan despite new challenges.
Επιμένει άκαμπτα να ακολουθεί το αρχικό σχέδιο παρά τις νέες προκλήσεις.
The manager spoke inflexibly, refusing to consider any alternative proposals.
Ο διευθυντής μίλησε άκαμπτα, αρνούμενος να εξετάσει οποιεσδήποτε εναλλακτικές προτάσεις.
Λεξικό Δέντρο
inflexibly
flexibly
flexible
flex



























