Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indistinctly
01
ασαφώς, θολά
in a way that is not clear or easily perceived
Παραδείγματα
The distant voices were indistinctly heard through the fog.
Οι μακρινές φωνές ακούγονταν ασαφώς μέσα από την ομίχλη.
The details of the painting appeared indistinctly in the dim light.
Οι λεπτομέρειες της ζωγραφικής εμφανίστηκαν αόριστα στο αμυδρό φως.
Λεξικό Δέντρο
indistinctly
distinctly
distinct



























