Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to indict
01
κατηγορώ, ενάγω
to officially accuse a person of a crime
Transitive: to indict sb
Παραδείγματα
The grand jury decided to indict the suspect on charges of robbery and assault.
Το μεγάλο δικαστήριο αποφάσισε να κατηγορήσει τον ύποπτο για ληστεία και επίθεση.
The decision to indict the defendant was met with mixed reactions from the public.
Η απόφαση να κατηγορήσει τον κατηγορούμενο συναντήθηκε με ανάμεικτες αντιδράσεις από το κοινό.
Λεξικό Δέντρο
indictable
indict



























