Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inconstant
01
ασταθής, ελαστικός
changing very often, especially without a convincing reason
Παραδείγματα
Her inconstant work habits resulted in inconsistent productivity and missed deadlines.
Οι ασταθείς εργασιακές συνήθειές του οδήγησαν σε ασυνεπή παραγωγικότητα και χαμένες προθεσμίες.
The inconstant quality of the product disappointed customers, as its performance varied greatly.
Η ασταθής ποιότητα του προϊόντος απογοήτευσε τους πελάτες, καθώς η απόδοσή του ποίκιλλε σημαντικά.
Λεξικό Δέντρο
inconstant
constant
const



























