LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Incontestably
/ɪnkəntˈɛstəbli/
/ɪnkəntˈɛstəbli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "incontestably"
incontestably
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
αδιαμφισβήτητα
in a manner that leaves no room for disagreement or denial
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App