Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inconsiderately
01
ασυλλόγιστα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματα των άλλων
in a way that shows a lack of thought or care for others
Παραδείγματα
He spoke inconsiderately, ignoring everyone ’s feelings.
Μίλησε απερίσκεπτα, αγνοώντας τα συναισθήματα όλων.
The children behaved inconsiderately during the performance.
Τα παιδιά συμπεριφέρθηκαν απερίσκεπτα κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Λεξικό Δέντρο
inconsiderately
considerately
considerate
consider



























