Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in private
01
ιδιωτικά, κρυφά
in a manner that is not open to the public or others
Παραδείγματα
They discussed the matter in private to maintain discretion.
Συζήτησαν το θέμα ιδιωτικά για να διατηρήσουν τη διακριτικότητα.
The conversation was held in private to address sensitive issues.
Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε ιδιωτικά για να αντιμετωπιστούν ευαίσθητα ζητήματα.



























