Imputrescible
volume
British pronunciation/ɪmpˈʌtɹɪsəbəl/
American pronunciation/ɪmpˈʌtɹɪsəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "imputrescible"

imputrescible
01

not subject to decay

word family

putrescible

putrescible

Adjective

imputrescible

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store