LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Imputrescible
/ɪmpˈʌtɹɪsəbəl/
/ɪmpˈʌtɹɪsəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "imputrescible"
imputrescible
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not subject to decay
word family
putrescible
putrescible
Adjective
imputrescible
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
impute
imputation
imputable
impurity
impureness
in
in a bad mood
in a bad way
in a beastly manner
in a body
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App