LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Impureness
/ɪmpjˈʊənəs/
/ɪmpjˈʊɹnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "impureness"
Impureness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the condition of being impure
purity
word family
pure
pure
Adjective
pureness
Noun
impureness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
impure
impunity
impulsiveness
impulsively
impulsive
impurity
imputable
imputation
impute
imputrescible
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App